- πνευματόλυση
- [-ις (-εως)] η геол пневматолиз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματόλυση — η, Ν (ορυκτ.) ο μετασχηματισμός ενός πετρώματος λόγω κρυστάλλωσης ορυκτών υπό την επίδραση μεταφερόμενων μαγματικών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatolyse (< πνεύμα, ατος + λύση)] … Dictionary of Greek
πνευματολυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πνευματόλυση 2. φρ. α) «πνευματολυτικές διεργασίες» (πετρογρ.) διεργασίες που προκαλούνται ή συνοδεύονται από αέρια υψηλών θερμοκρασιών, τα οποία προέρχονται από εκρηξιγενή μάγματα β) «πνευματολυτικό… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek